- ἕλκανα
- ἕλκανονwoundneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελκανά — Βιβλικό πρόσωπο. Είχε λευιτική καταγωγή και ήταν πατέρας του προφήτη Σαμουήλ (ΠαραλειπομένωνΑ’, στ’ 19). Ο Ε. είχε δύο γυναίκες, την Άννα, η οποία δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, και τη Φενάνα. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, η Άννα απέκτησε μαζί… … Dictionary of Greek
Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… … Dictionary of Greek
elkos- — elkos English meaning: boil n. Deutsche Übersetzung: “Geschwũr” Grammatical information: n. Material: O.Ind. ársas n. “ hemorrhoid”; Gk. ἕλκος n. “wound, esp. pustulating wound, ulcer” (SpIr. asper after ἕλκω), ἕλκανα… … Proto-Indo-European etymological dictionary